- ευκλεής
- -ές (ΑΜ εὐκλεής, -ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής)αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ.β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — τραγούδι που υμνεί τη δόξα κάποιου, Βακχυλ.).επίρρ...ευκλεώς (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ-κλεής, μεγα-κλεής].
Dictionary of Greek. 2013.